Κατ' αρχήν να τονίσω οτι τα όνειρα που βλέπω, τα θυμάμαι μία φορά το μήνα με το ζόρι. Οπότε δεν ασχολούμαι και πολύ. Αυτή τη φορά είπα να κάνω μια εξαίρεση και να ασχοληθώ γιατί το προχθεσινό ήταν στα όρια της παράνοιας. Γι' αυτό μπορεί να ευθύνεται ο γενικότερος κάλος στον εγκέφαλο ή απλά έχω αρχίσει να κολλάω x-oyranίαση. Περισσότερες πληροφορίες όταν η επιστημονική ομάδα που έχει επιληφθεί του θέματος περάσει τον προαναφερθέντα κάλο από ανάκριση.
Το στόρι ξεκινάει στα πάτρια εδάφη, και ξεκινάει ομοιοτρόπως με one night stand σε φάση απύθμενης μέθης ή κατόπιν παρατεταμένης αγαμίας: χωρίς προκαταρκτικά, κατευθείαν στο ζουμί. Ως συνήθως, έχω καταλάβει από την αρχή οτι ονειρεύομαι, αλλά δεν το παιδεύω και πολύ γιατί το σκηνικό είναι λίγο creepy και μ' αρέσει. Είμαι λοιπόν στην πόλη μου και είναι νύχτα. Αλλά όχι απλή νύχτα τύπου: "τώρα είναι μέρα, τώρα είναι νύχτα". Είναι νύχτα σκέτο. Δεν υφίσταται κάτι άλλο. Κάτι σαν το Γκόθαμ Σίτυ που εδώ και πόσες ταινίες δε λέει να βγει λίγος ήλιος να σπάσει η μουντίλα. Κι εγώ είμαι έξω στους δρόμους, στους οποίους ζήτημα το μάτι να πιάνει πέντε περαστικούς και ένα αυτοκίνητο. Επίσης κάνει ψοφόκρυο, από εκείνο το κρύο που μπορείς να το κόψεις με το μαχαίρι, και σχεδόν το βλέπεις μπροστά σου, σαν μικρά διάφανα κρυσταλάκια. Και μέσα σε όλο αυτό το μπάχαλο είμαι εγώ... Γυμνός, βρεγμένος, και τρέχω...
Και εδώ ξεκινάει ο παραλογισμός... Δηλαδή βασικά ο παραλογισμός έχει ξεκινήσει ήδη, γιατί με το που αρχίζει το όνειρο εγώ ήδη τρέχω. Το πρώτο περίεργο είναι το οτι ενώ κυκλοφορώ με αδαμιαία περιβολή (πριν δαγκώσει το μήλο) , το γεγονός δε με ανησυχεί καθόλου, ενώ κανονικά θα έπρεπε να περάσω το όνειρο μετρώντας εγκεφαλικά επεισόδια. Το δεύτερο περίεργο είναι οτι ενώ είμαι μούσκεμα και στάζω νερά all over the streets, δεν κρυώνω. Άντε μια δροσούλα το πολύ. Το κρύο το καταλαβαίνω σαν μικρά τσιμπιματάκια, αλλά δε μ΄ενοχλούν, ίσα ίσα που έχουν πλάκα. Και τρίτο και καλύτερο, δεν τρέχω με ένα απλού τύπου τρέξιμο, αλλά με τρέξιμο "Τσιτάρα - φάε - τη - σκόνη - μου". Δεν πάω πουθενά συγκεκριμένα, ούτε τρέχω για κάποιο λόγο. Απλά τρέχω και γουστάρω, και γυρνάω σχεδόν όλη την πόλη. Πέρασα και μπροστά από δυο κοπελιές που κόβανε βόλτες και δίπλα από έναν κοντό κυριούλη με δερμάτινη τσάντα, γυαλάκια και καπέλο καβουράκι. Αλλά δε με πρόσεξε κανείς. Δεν ξέρω αν έφταιγε η ταχύτητα, ναι μεν ήταν υψηλή, αλλά όχι και τόσο υψηλή. Αόρατος πάντως δεν ήμουν, αυτό το ήξερα. Anyway...
Στο φινάλε του πρώτου αυτού μέρους φτάνω σε ένα λιμάνι. Η πόλη μου εν τω μεταξύ δεν έχει λιμάνι. Είναι πολύ κινηματογραφικό το σκηνικό γενικά, σε χρώματα μαύρο και φλούο πράσινο, μαυρισμένα βαρέλια, πεταμένα πράγματα, αχνοί απ' το νερό, η αποβάθρα τσιμεντένια με τη θάλασσα να φτάνει 5 - 6 μέτρα πιο κάτω, ένα τεράστιο καράβι κάτι σαν διασταύρωση φέρυ με Τιτανικό, η αίσθηση οτι είμαι στη Θεσσαλονίκη, και εξακολουθώ να τρέχω. Τα πλαϊνά του καραβιού είναι σχεδόν ακουμπισμένα στην αποβάθρα, και έχει μια πόρτα στο ίδιο ύψος, στο πίσω μέρος του πλοίου. Τρέχω προς την πόρτα, ίσως περνάω κι από μέσα, δεν ξέρω, και "ΠΟΥΦ"
Αλλαγή σκηνικού. Και οπτικής γωνίας. Μέχρι τώρα έβλεπα τα πράγματα με τα μάτια μου, όπως τα "ζούσα". Και το τελευταίο ήταν η πόρτα. Τώρα έβλεπα τον εαυτό μου από πάνω δεξιά, να χω μπουκάρει στο πλοίο και να έχω φρενάρει απότομα στο δεύτερο βήμα. Αυτό που με χαραποιεί ιδιαίτερα είναι οτι ξαφνικά τα ρουχαλάκια μου αποφάσισαν να επιστρέψουν. Ήμουν σε ένα σημείο σαν πρύμνη σε φέρυ, αλλά ο χώρος ήταν μεγαλύτερος, και όλα ήταν φτιαγμένα από ξύλο, ακριβό και καλογυαλισμένο. Κάπως σαν θεωρείο θεάτρου ίσως. Μόλις άρχισα να περιεργάζομαι το μέρος, η οπτική μου επέστρεψε στα φυσιολογικά της. Ο χώρος πιο πίσω δεν ήταν ανοιχτός. Κοίταξα κάτω, ήταν κάπως σαν ξύλινο δάπεδο. Απέναντι έκλεινε από ημικυκλικό ξύλινο τοίχο, και στη μεριά που ήμουν εγώ είχε κι άλλα μπαλκόνια - καταστρώματα. Έκανα προς τα πίσω να συνεχίσω το ψαχούλεμα, και κάποιος με φώναξε από κάτω. Ξαναπάω στην άκρη και βλέπω έναν ασπρομάλλη κυριούλη με μούσι και σμόκιν να μου λέει να κατέβω. Ξεκινάω και κατεβαίνω λοιπόν τα καταστρώματα και φτάνω κάτω...
Με το που αφήνω πίσω μου και το τελευταίο σκαλοπάτι, βλέπω οτι εκεί κάτω είναι μαζεμένος κόσμος. Και ένας από τους πρώτους που συναντάω είναι λέει ο φίλτατος συν-blogger Equillibrium. Το οτι δεν έχουμε συναντηθεί και δεν ξέρω πώς είναι η φάτσα του δεν έχει καμία σημασία, εγώ τον είδα. (Equillibrium, for the record, ομορφούλης ήσουνα) Και γνωριζόμασταν κανονικά λέει και ρίξαμε και τις χαιρετούρες μας σαν να μην τρέχει τίποτα. Παρακάτω πέτυχα αρκετό κόσμο που ενώ κανονικά δεν ξέρω τις φάτσες, τους περισσότερους τους γνώριζα και πιάναμε κουβεντούλες. Γενικά ήταν ωραίο το κλίμα.
Παίρνοντας μια στροφή στ' αριστερά για να μπω στο κυρίως "δωμάτιο" είδα οτι ο χώρος που είχα δει πριν συνέχιζε και κάτω απ' τα καταστρώματα και ήταν αρκετά μεγάλος και ανοιχτός. Και όλα ξύλινα. Μερικά σημεία υπερυψωμένα, ξύλινα σκαλάκια, τραπέζια, μεγάλες καρέκλες και ένα μαύρο πιάνο με ουρά. Είχε επίσης μια ατμόσφαιρα φιλμ νουάρ και έναν αέρα άλλης εποχής, χωρίς ωστόσω να υπάρχει κάτι παλιό εκεί μέσα, ούτε όλοι εμείς να ήμαστε ντυμένοι ανάλογα.
Επίσης είχα μια αίσθηση οτι ο χώρος ήταν κάτι σαν πιάνο μπαρ, και οτι είμασταν όλοι εκεί μαζεμένοι για κάτι σαν ακρόαση, αλλά δεν ξέρω για τι ακριβώς. Η υπεύθυνη του χώρου έμοιαζε με τη Jacqueline Bisset στο Latter Days, ενώ το μάτι μου ξεχώρισε και μια κοπέλα που είχε το ίδιο στυλ με μια φίλη μου, έναν τύπο που χτύπαγε νότες σε ένα δεύτερο πολύ μικρό πιανάκι, και μία πολύ όμορφη κοπελίτσα με μεταλογκόθικ στυλάκι, καθισμένη στην άκρη ενός απ' τα υπερυψωμένα σημεία, πιο ψηλά απ' όλους μας, με τα πόδια κλειστά μπροστά της, που όταν άρχισα να μουρμουρίζω "birds flying high, you know how I feel..." βρέθηκε ξαφνικά με ένα μικρόφωνο στα χέρια και συνέχισε "sun in the sky, you know how I feel..." με κλειστά τα μάτια και ένα αμυδρό χαμόγελο, τραγουδώντας το κομμάτι καρμπόν όπως το τραγουδάω εγώ όταν είμαι με τα ακουστικά στ' αυτιά και έχω όρεξη να σπάσω το νεύρα των γειτόνων μου. Στη φωνή παίζει και να με είχε... Damn. Η μουσική δεν πήρα χαμπάρι πότε άρχισε και από που ερχόταν.
Φινάλε δεν ξέρω, το όνειρο πρέπει να τελείωσε με κάτι σαν fade out, αλλά αν κρίνω από το συνολικό κουλό αποτέλεσμα, καλύτερα. Μπορεί στο τελείωμα να σκαγε μύτη ο συγχωρεμένος ο ChristSlave, ντυμένος Μπομπ σφουγγαράκης και να χόρευε κλακέτες παρέα με τον Άνθιμο Ανανιάδη και τη Τζένιφερ Κούλιτζ.
Προειδοποιώ οτι όποιος προσπαθήσει να βγάλει άκρη και να δώσει καμιά συμβουλή, απλά θα χάσει το χρόνο του. Και όποιος παραλληλήσει το πρώτο μέρος με τάσεις φυγής, ανάγκη αποδεύσμευσης και ελευθερίας του Γουίλι (φάλαινας ή μη) θα φάει και φαπίδι.
Καληνύχτα.
Το στόρι ξεκινάει στα πάτρια εδάφη, και ξεκινάει ομοιοτρόπως με one night stand σε φάση απύθμενης μέθης ή κατόπιν παρατεταμένης αγαμίας: χωρίς προκαταρκτικά, κατευθείαν στο ζουμί. Ως συνήθως, έχω καταλάβει από την αρχή οτι ονειρεύομαι, αλλά δεν το παιδεύω και πολύ γιατί το σκηνικό είναι λίγο creepy και μ' αρέσει. Είμαι λοιπόν στην πόλη μου και είναι νύχτα. Αλλά όχι απλή νύχτα τύπου: "τώρα είναι μέρα, τώρα είναι νύχτα". Είναι νύχτα σκέτο. Δεν υφίσταται κάτι άλλο. Κάτι σαν το Γκόθαμ Σίτυ που εδώ και πόσες ταινίες δε λέει να βγει λίγος ήλιος να σπάσει η μουντίλα. Κι εγώ είμαι έξω στους δρόμους, στους οποίους ζήτημα το μάτι να πιάνει πέντε περαστικούς και ένα αυτοκίνητο. Επίσης κάνει ψοφόκρυο, από εκείνο το κρύο που μπορείς να το κόψεις με το μαχαίρι, και σχεδόν το βλέπεις μπροστά σου, σαν μικρά διάφανα κρυσταλάκια. Και μέσα σε όλο αυτό το μπάχαλο είμαι εγώ... Γυμνός, βρεγμένος, και τρέχω...
Και εδώ ξεκινάει ο παραλογισμός... Δηλαδή βασικά ο παραλογισμός έχει ξεκινήσει ήδη, γιατί με το που αρχίζει το όνειρο εγώ ήδη τρέχω. Το πρώτο περίεργο είναι το οτι ενώ κυκλοφορώ με αδαμιαία περιβολή (πριν δαγκώσει το μήλο) , το γεγονός δε με ανησυχεί καθόλου, ενώ κανονικά θα έπρεπε να περάσω το όνειρο μετρώντας εγκεφαλικά επεισόδια. Το δεύτερο περίεργο είναι οτι ενώ είμαι μούσκεμα και στάζω νερά all over the streets, δεν κρυώνω. Άντε μια δροσούλα το πολύ. Το κρύο το καταλαβαίνω σαν μικρά τσιμπιματάκια, αλλά δε μ΄ενοχλούν, ίσα ίσα που έχουν πλάκα. Και τρίτο και καλύτερο, δεν τρέχω με ένα απλού τύπου τρέξιμο, αλλά με τρέξιμο "Τσιτάρα - φάε - τη - σκόνη - μου". Δεν πάω πουθενά συγκεκριμένα, ούτε τρέχω για κάποιο λόγο. Απλά τρέχω και γουστάρω, και γυρνάω σχεδόν όλη την πόλη. Πέρασα και μπροστά από δυο κοπελιές που κόβανε βόλτες και δίπλα από έναν κοντό κυριούλη με δερμάτινη τσάντα, γυαλάκια και καπέλο καβουράκι. Αλλά δε με πρόσεξε κανείς. Δεν ξέρω αν έφταιγε η ταχύτητα, ναι μεν ήταν υψηλή, αλλά όχι και τόσο υψηλή. Αόρατος πάντως δεν ήμουν, αυτό το ήξερα. Anyway...
Στο φινάλε του πρώτου αυτού μέρους φτάνω σε ένα λιμάνι. Η πόλη μου εν τω μεταξύ δεν έχει λιμάνι. Είναι πολύ κινηματογραφικό το σκηνικό γενικά, σε χρώματα μαύρο και φλούο πράσινο, μαυρισμένα βαρέλια, πεταμένα πράγματα, αχνοί απ' το νερό, η αποβάθρα τσιμεντένια με τη θάλασσα να φτάνει 5 - 6 μέτρα πιο κάτω, ένα τεράστιο καράβι κάτι σαν διασταύρωση φέρυ με Τιτανικό, η αίσθηση οτι είμαι στη Θεσσαλονίκη, και εξακολουθώ να τρέχω. Τα πλαϊνά του καραβιού είναι σχεδόν ακουμπισμένα στην αποβάθρα, και έχει μια πόρτα στο ίδιο ύψος, στο πίσω μέρος του πλοίου. Τρέχω προς την πόρτα, ίσως περνάω κι από μέσα, δεν ξέρω, και "ΠΟΥΦ"
Αλλαγή σκηνικού. Και οπτικής γωνίας. Μέχρι τώρα έβλεπα τα πράγματα με τα μάτια μου, όπως τα "ζούσα". Και το τελευταίο ήταν η πόρτα. Τώρα έβλεπα τον εαυτό μου από πάνω δεξιά, να χω μπουκάρει στο πλοίο και να έχω φρενάρει απότομα στο δεύτερο βήμα. Αυτό που με χαραποιεί ιδιαίτερα είναι οτι ξαφνικά τα ρουχαλάκια μου αποφάσισαν να επιστρέψουν. Ήμουν σε ένα σημείο σαν πρύμνη σε φέρυ, αλλά ο χώρος ήταν μεγαλύτερος, και όλα ήταν φτιαγμένα από ξύλο, ακριβό και καλογυαλισμένο. Κάπως σαν θεωρείο θεάτρου ίσως. Μόλις άρχισα να περιεργάζομαι το μέρος, η οπτική μου επέστρεψε στα φυσιολογικά της. Ο χώρος πιο πίσω δεν ήταν ανοιχτός. Κοίταξα κάτω, ήταν κάπως σαν ξύλινο δάπεδο. Απέναντι έκλεινε από ημικυκλικό ξύλινο τοίχο, και στη μεριά που ήμουν εγώ είχε κι άλλα μπαλκόνια - καταστρώματα. Έκανα προς τα πίσω να συνεχίσω το ψαχούλεμα, και κάποιος με φώναξε από κάτω. Ξαναπάω στην άκρη και βλέπω έναν ασπρομάλλη κυριούλη με μούσι και σμόκιν να μου λέει να κατέβω. Ξεκινάω και κατεβαίνω λοιπόν τα καταστρώματα και φτάνω κάτω...
Με το που αφήνω πίσω μου και το τελευταίο σκαλοπάτι, βλέπω οτι εκεί κάτω είναι μαζεμένος κόσμος. Και ένας από τους πρώτους που συναντάω είναι λέει ο φίλτατος συν-blogger Equillibrium. Το οτι δεν έχουμε συναντηθεί και δεν ξέρω πώς είναι η φάτσα του δεν έχει καμία σημασία, εγώ τον είδα. (Equillibrium, for the record, ομορφούλης ήσουνα) Και γνωριζόμασταν κανονικά λέει και ρίξαμε και τις χαιρετούρες μας σαν να μην τρέχει τίποτα. Παρακάτω πέτυχα αρκετό κόσμο που ενώ κανονικά δεν ξέρω τις φάτσες, τους περισσότερους τους γνώριζα και πιάναμε κουβεντούλες. Γενικά ήταν ωραίο το κλίμα.
Παίρνοντας μια στροφή στ' αριστερά για να μπω στο κυρίως "δωμάτιο" είδα οτι ο χώρος που είχα δει πριν συνέχιζε και κάτω απ' τα καταστρώματα και ήταν αρκετά μεγάλος και ανοιχτός. Και όλα ξύλινα. Μερικά σημεία υπερυψωμένα, ξύλινα σκαλάκια, τραπέζια, μεγάλες καρέκλες και ένα μαύρο πιάνο με ουρά. Είχε επίσης μια ατμόσφαιρα φιλμ νουάρ και έναν αέρα άλλης εποχής, χωρίς ωστόσω να υπάρχει κάτι παλιό εκεί μέσα, ούτε όλοι εμείς να ήμαστε ντυμένοι ανάλογα.
Επίσης είχα μια αίσθηση οτι ο χώρος ήταν κάτι σαν πιάνο μπαρ, και οτι είμασταν όλοι εκεί μαζεμένοι για κάτι σαν ακρόαση, αλλά δεν ξέρω για τι ακριβώς. Η υπεύθυνη του χώρου έμοιαζε με τη Jacqueline Bisset στο Latter Days, ενώ το μάτι μου ξεχώρισε και μια κοπέλα που είχε το ίδιο στυλ με μια φίλη μου, έναν τύπο που χτύπαγε νότες σε ένα δεύτερο πολύ μικρό πιανάκι, και μία πολύ όμορφη κοπελίτσα με μεταλογκόθικ στυλάκι, καθισμένη στην άκρη ενός απ' τα υπερυψωμένα σημεία, πιο ψηλά απ' όλους μας, με τα πόδια κλειστά μπροστά της, που όταν άρχισα να μουρμουρίζω "birds flying high, you know how I feel..." βρέθηκε ξαφνικά με ένα μικρόφωνο στα χέρια και συνέχισε "sun in the sky, you know how I feel..." με κλειστά τα μάτια και ένα αμυδρό χαμόγελο, τραγουδώντας το κομμάτι καρμπόν όπως το τραγουδάω εγώ όταν είμαι με τα ακουστικά στ' αυτιά και έχω όρεξη να σπάσω το νεύρα των γειτόνων μου. Στη φωνή παίζει και να με είχε... Damn. Η μουσική δεν πήρα χαμπάρι πότε άρχισε και από που ερχόταν.
Φινάλε δεν ξέρω, το όνειρο πρέπει να τελείωσε με κάτι σαν fade out, αλλά αν κρίνω από το συνολικό κουλό αποτέλεσμα, καλύτερα. Μπορεί στο τελείωμα να σκαγε μύτη ο συγχωρεμένος ο ChristSlave, ντυμένος Μπομπ σφουγγαράκης και να χόρευε κλακέτες παρέα με τον Άνθιμο Ανανιάδη και τη Τζένιφερ Κούλιτζ.
Προειδοποιώ οτι όποιος προσπαθήσει να βγάλει άκρη και να δώσει καμιά συμβουλή, απλά θα χάσει το χρόνο του. Και όποιος παραλληλήσει το πρώτο μέρος με τάσεις φυγής, ανάγκη αποδεύσμευσης και ελευθερίας του Γουίλι (φάλαινας ή μη) θα φάει και φαπίδι.
Καληνύχτα.