Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008

Mr. Sandman, bring me a dream...

Κατ' αρχήν να τονίσω οτι τα όνειρα που βλέπω, τα θυμάμαι μία φορά το μήνα με το ζόρι. Οπότε δεν ασχολούμαι και πολύ. Αυτή τη φορά είπα να κάνω μια εξαίρεση και να ασχοληθώ γιατί το προχθεσινό ήταν στα όρια της παράνοιας. Γι' αυτό μπορεί να ευθύνεται ο γενικότερος κάλος στον εγκέφαλο ή απλά έχω αρχίσει να κολλάω x-oyranίαση. Περισσότερες πληροφορίες όταν η επιστημονική ομάδα που έχει επιληφθεί του θέματος περάσει τον προαναφερθέντα κάλο από ανάκριση.

Το στόρι ξεκινάει στα πάτρια εδάφη, και ξεκινάει ομοιοτρόπως με one night stand σε φάση απύθμενης μέθης ή κατόπιν παρατεταμένης αγαμίας: χωρίς προκαταρκτικά, κατευθείαν στο ζουμί. Ως συνήθως, έχω καταλάβει από την αρχή οτι ονειρεύομαι, αλλά δεν το παιδεύω και πολύ γιατί το σκηνικό είναι λίγο creepy και μ' αρέσει. Είμαι λοιπόν στην πόλη μου και είναι νύχτα. Αλλά όχι απλή νύχτα τύπου: "τώρα είναι μέρα, τώρα είναι νύχτα". Είναι νύχτα σκέτο. Δεν υφίσταται κάτι άλλο. Κάτι σαν το Γκόθαμ Σίτυ που εδώ και πόσες ταινίες δε λέει να βγει λίγος ήλιος να σπάσει η μουντίλα. Κι εγώ είμαι έξω στους δρόμους, στους οποίους ζήτημα το μάτι να πιάνει πέντε περαστικούς και ένα αυτοκίνητο. Επίσης κάνει ψοφόκρυο, από εκείνο το κρύο που μπορείς να το κόψεις με το μαχαίρι, και σχεδόν το βλέπεις μπροστά σου, σαν μικρά διάφανα κρυσταλάκια. Και μέσα σε όλο αυτό το μπάχαλο είμαι εγώ... Γυμνός, βρεγμένος, και τρέχω...

Και εδώ ξεκινάει ο παραλογισμός... Δηλαδή βασικά ο παραλογισμός έχει ξεκινήσει ήδη, γιατί με το που αρχίζει το όνειρο εγώ ήδη τρέχω. Το πρώτο περίεργο είναι το οτι ενώ κυκλοφορώ με αδαμιαία περιβολή (πριν δαγκώσει το μήλο) , το γεγονός δε με ανησυχεί καθόλου, ενώ κανονικά θα έπρεπε να περάσω το όνειρο μετρώντας εγκεφαλικά επεισόδια. Το δεύτερο περίεργο είναι οτι ενώ είμαι μούσκεμα και στάζω νερά all over the streets, δεν κρυώνω. Άντε μια δροσούλα το πολύ. Το κρύο το καταλαβαίνω σαν μικρά τσιμπιματάκια, αλλά δε μ΄ενοχλούν, ίσα ίσα που έχουν πλάκα. Και τρίτο και καλύτερο, δεν τρέχω με ένα απλού τύπου τρέξιμο, αλλά με τρέξιμο "Τσιτάρα - φάε - τη - σκόνη - μου". Δεν πάω πουθενά συγκεκριμένα, ούτε τρέχω για κάποιο λόγο. Απλά τρέχω και γουστάρω, και γυρνάω σχεδόν όλη την πόλη. Πέρασα και μπροστά από δυο κοπελιές που κόβανε βόλτες και δίπλα από έναν κοντό κυριούλη με δερμάτινη τσάντα, γυαλάκια και καπέλο καβουράκι. Αλλά δε με πρόσεξε κανείς. Δεν ξέρω αν έφταιγε η ταχύτητα, ναι μεν ήταν υψηλή, αλλά όχι και τόσο υψηλή. Αόρατος πάντως δεν ήμουν, αυτό το ήξερα. Anyway...

Στο φινάλε του πρώτου αυτού μέρους φτάνω σε ένα λιμάνι. Η πόλη μου εν τω μεταξύ δεν έχει λιμάνι. Είναι πολύ κινηματογραφικό το σκηνικό γενικά, σε χρώματα μαύρο και φλούο πράσινο, μαυρισμένα βαρέλια, πεταμένα πράγματα, αχνοί απ' το νερό, η αποβάθρα τσιμεντένια με τη θάλασσα να φτάνει 5 - 6 μέτρα πιο κάτω, ένα τεράστιο καράβι κάτι σαν διασταύρωση φέρυ με Τιτανικό, η αίσθηση οτι είμαι στη Θεσσαλονίκη, και εξακολουθώ να τρέχω. Τα πλαϊνά του καραβιού είναι σχεδόν ακουμπισμένα στην αποβάθρα, και έχει μια πόρτα στο ίδιο ύψος, στο πίσω μέρος του πλοίου. Τρέχω προς την πόρτα, ίσως περνάω κι από μέσα, δεν ξέρω, και "ΠΟΥΦ"

Αλλαγή σκηνικού. Και οπτικής γωνίας. Μέχρι τώρα έβλεπα τα πράγματα με τα μάτια μου, όπως τα "ζούσα". Και το τελευταίο ήταν η πόρτα. Τώρα έβλεπα τον εαυτό μου από πάνω δεξιά, να χω μπουκάρει στο πλοίο και να έχω φρενάρει απότομα στο δεύτερο βήμα. Αυτό που με χαραποιεί ιδιαίτερα είναι οτι ξαφνικά τα ρουχαλάκια μου αποφάσισαν να επιστρέψουν. Ήμουν σε ένα σημείο σαν πρύμνη σε φέρυ, αλλά ο χώρος ήταν μεγαλύτερος, και όλα ήταν φτιαγμένα από ξύλο, ακριβό και καλογυαλισμένο. Κάπως σαν θεωρείο θεάτρου ίσως. Μόλις άρχισα να περιεργάζομαι το μέρος, η οπτική μου επέστρεψε στα φυσιολογικά της. Ο χώρος πιο πίσω δεν ήταν ανοιχτός. Κοίταξα κάτω, ήταν κάπως σαν ξύλινο δάπεδο. Απέναντι έκλεινε από ημικυκλικό ξύλινο τοίχο, και στη μεριά που ήμουν εγώ είχε κι άλλα μπαλκόνια - καταστρώματα. Έκανα προς τα πίσω να συνεχίσω το ψαχούλεμα, και κάποιος με φώναξε από κάτω. Ξαναπάω στην άκρη και βλέπω έναν ασπρομάλλη κυριούλη με μούσι και σμόκιν να μου λέει να κατέβω. Ξεκινάω και κατεβαίνω λοιπόν τα καταστρώματα και φτάνω κάτω...

Με το που αφήνω πίσω μου και το τελευταίο σκαλοπάτι, βλέπω οτι εκεί κάτω είναι μαζεμένος κόσμος. Και ένας από τους πρώτους που συναντάω είναι λέει ο φίλτατος συν-blogger Equillibrium. Το οτι δεν έχουμε συναντηθεί και δεν ξέρω πώς είναι η φάτσα του δεν έχει καμία σημασία, εγώ τον είδα. (Equillibrium, for the record, ομορφούλης ήσουνα) Και γνωριζόμασταν κανονικά λέει και ρίξαμε και τις χαιρετούρες μας σαν να μην τρέχει τίποτα. Παρακάτω πέτυχα αρκετό κόσμο που ενώ κανονικά δεν ξέρω τις φάτσες, τους περισσότερους τους γνώριζα και πιάναμε κουβεντούλες. Γενικά ήταν ωραίο το κλίμα.

Παίρνοντας μια στροφή στ' αριστερά για να μπω στο κυρίως "δωμάτιο" είδα οτι ο χώρος που είχα δει πριν συνέχιζε και κάτω απ' τα καταστρώματα και ήταν αρκετά μεγάλος και ανοιχτός. Και όλα ξύλινα. Μερικά σημεία υπερυψωμένα, ξύλινα σκαλάκια, τραπέζια, μεγάλες καρέκλες και ένα μαύρο πιάνο με ουρά. Είχε επίσης μια ατμόσφαιρα φιλμ νουάρ και έναν αέρα άλλης εποχής, χωρίς ωστόσω να υπάρχει κάτι παλιό εκεί μέσα, ούτε όλοι εμείς να ήμαστε ντυμένοι ανάλογα.

Επίσης είχα μια αίσθηση οτι ο χώρος ήταν κάτι σαν πιάνο μπαρ, και οτι είμασταν όλοι εκεί μαζεμένοι για κάτι σαν ακρόαση, αλλά δεν ξέρω για τι ακριβώς. Η υπεύθυνη του χώρου έμοιαζε με τη Jacqueline Bisset στο Latter Days, ενώ το μάτι μου ξεχώρισε και μια κοπέλα που είχε το ίδιο στυλ με μια φίλη μου, έναν τύπο που χτύπαγε νότες σε ένα δεύτερο πολύ μικρό πιανάκι, και μία πολύ όμορφη κοπελίτσα με μεταλογκόθικ στυλάκι, καθισμένη στην άκρη ενός απ' τα υπερυψωμένα σημεία, πιο ψηλά απ' όλους μας, με τα πόδια κλειστά μπροστά της, που όταν άρχισα να μουρμουρίζω "birds flying high, you know how I feel..." βρέθηκε ξαφνικά με ένα μικρόφωνο στα χέρια και συνέχισε "sun in the sky, you know how I feel..." με κλειστά τα μάτια και ένα αμυδρό χαμόγελο, τραγουδώντας το κομμάτι καρμπόν όπως το τραγουδάω εγώ όταν είμαι με τα ακουστικά στ' αυτιά και έχω όρεξη να σπάσω το νεύρα των γειτόνων μου. Στη φωνή παίζει και να με είχε... Damn. Η μουσική δεν πήρα χαμπάρι πότε άρχισε και από που ερχόταν.

Φινάλε δεν ξέρω, το όνειρο πρέπει να τελείωσε με κάτι σαν fade out, αλλά αν κρίνω από το συνολικό κουλό αποτέλεσμα, καλύτερα. Μπορεί στο τελείωμα να σκαγε μύτη ο συγχωρεμένος ο ChristSlave, ντυμένος Μπομπ σφουγγαράκης και να χόρευε κλακέτες παρέα με τον Άνθιμο Ανανιάδη και τη Τζένιφερ Κούλιτζ.

Προειδοποιώ οτι όποιος προσπαθήσει να βγάλει άκρη και να δώσει καμιά συμβουλή, απλά θα χάσει το χρόνο του. Και όποιος παραλληλήσει το πρώτο μέρος με τάσεις φυγής, ανάγκη αποδεύσμευσης και ελευθερίας του Γουίλι (φάλαινας ή μη) θα φάει και φαπίδι.

Καληνύχτα.


Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2008

On the bus...

Τρεις θέσεις παραπίσω...
[χτυπάει κινητό]

"Έλα ρε μαλάκα. [...] Άντε ρε μαλάκα, σαν τον άλλο το μαλάκα μαλακίζεσαι. [...] Μαλακία. [...] Ρε, θα είσαι Σαλονίκη; [...] Ρε μαλάκα, δες μήπως βρεις τροφή για τον σκορπιό μου. [...] Δεν ξέρω ρε, δεν τρώει πολύ, είναι μικρός ακόμα. [...] Ναι ρε μαλάκα, για την ταραντούλα μου βρήκα. [...] Τι κάνει το ιγκουάνα σου; [...] Το ζευγάρωσες; [...] Ρε μαλάκα, και η τέτοια έχει σκορπιό, είναι τεράστιος. [...] Έγινε ρε μαλάκα. [...] Άι, γεια."


Ταυτοχρόνως, από τη θέση ακριβώς δίπλα...
[Μιλάει σε μένα-Εγώ κάνω την πάπια]

"[...] Μαλάκες ρε, μαλάκες. [...] ΕΠΟΠ ρε. [...] Τι να γίνω ρε, καραβανάς; [...] Μαλάκες είναι όλοι. [...] Ρε, είχαμε έναν λοχία, [...] Βαρεμάρα είναι ρε. [...] Τον κάναμε αναφορά. [...] Ρε, ατομικό καψόνι ρε, ατομικό καψόνι. [...]

(σημείωση 1: Δεν τον ήξερα)
(σημείωση 2: Δε θυμάμαι και πολλά γιατί δεν πρόσεχα)


Ευχαριστώ θερμά τα μέσα μεταφοράς που μου χαρίζουν απλόχερα τόσο δυνατές συγκινήσεις, γεμίζουν την μονότονη ζωή μου με πολιτισμικές πολυχρωμίες, και με φέρνουν σε άμεση επαφή με άκρως ενδιαφέροντα λεκτικά ιδώματα της Ελληνικής επαρχίας.

Έπρεπε να πάρω το αυτοκίνητο...

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2008

Πονάααωωωωω....

Πρώτη μέρα γυμναστήριο σήμερα. Μετά από πολύυυ καιρό. Γάμπα δεξιά, ξεπιάστηκε. Ώμος αριστερός, δεν αισθάνομαι πολλά οπότε δεν ξέρω. Χέρια γενικά, κουλά. Χρόνος ανασήκωσης φλυτζάνας, πέντε λεπτά. Κράτημα κεφαλιού στην ευθεία, 10% επί συνολικού χρόνου. Σημάδευση και κλικ ποντικιού, 2 λεπτά. Χρόνος πληκτρολόγησης αυτού του post, 25 λεπτά.

Γενικά δεν μπορώ να κουνήσω και πολύ, οπότε the end.

ΥΓ: Ζητήται φιλεύσπλαχνος, εμφανίσημος νεαρός να με τρίψει.
(γιατί το παν είναι να συνδυάζεις το τεκνόν μετά του οφελίμου)
Πεθαίαιαινωωωωωωω...


Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2008

Σήμερα...


...αυτό το blog έχει γενέθλια.
Να ζήσει να το χαίρομαι.

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2008

One breath... you know...?

I feel that the world is mine sometimes, or that I’m the entire world… you know? …not in a way like: “I’m the only thing that’s important around here”, no, it’s more like feeling that everything there is, is what’s inside… you know? … inside me and everyone, so if you feel good, it’s all good, and if you feel bad, there’s nothing and it’s all black and gloomy… you know? …like, when you watch a sunset… or the night sky, with a waxing crescent, and it can mean nothing to you, or it can be the most beautiful thing you’ve ever laid your eyes on, but you have to want to see that, to need to see that… you know? …to need to feel, and you’ll create magnificence on your own, from the simplest things… and then you feel good …you know? …and full, and you feel connected, you feel in touch with everything, or, maybe, you don’t … you know? …and you have to be like that, I mean to feel good, and complete, even if conditions are not always at your favor, and I really want to be like that, cause I think it changes things, well, at least it changes the way you see thing, but then again, if you make someone smile just because you smile, that’s important, that’s something… you know? …cause when you’re good, when you smile when you see yourself in the mirror in the morning, that big half-asleep mess, then you radiate, you’re like… light… you know? …like the morning sun… nobody usually notices it, but when the dawn slowly comes, everyone feels better, and then again, during the day, it gives life, it’s what makes everything move… but, tell me, come on, I dare you… did you ever stop, in the middle of the street, right there and then, to look at the sun right at the eyes, cause if you did, then I’m happy for you, no, actually, I’m more than happy, I’m… that thing when you exhale slowly and you have a tiny grin of satisfaction on your face and everything seems right… you know? …and if you’ve never done that, then it’s fine too, cause … you know… it’s your loss… the sun doesn’t care… it won’t gain anything whether you look at it or not, so it’s all fine, and that’s the way I want to be, too… you know? … to shine… to radiate… but you have to do that on you own… you know?... it doesn’t matter how many other stars are out there, your light is your own, and it has to come from within, if somebody else is giving it to you, or if somebody else triggers it, then… it’s useless… you know?... and that’s not always easy, especially in cases when days pass you by and your phone doesn’t ring, or when all of your friends are out of town, or you are out of town, or in a word: when you have no one to shine for… you know? …then you may rely on other tiny things to keep you optimism up, like a nice movie, a little music, a cup of tea, a hot shower, that hand cream that smells like caramel and always cheers you up… just to stay alert… you know? …until things find their way once again, cause they always do, and it always feels great when that happens, but all these things, the tiny ones I mean, even if they work fine, they are merely substitutes, and you can’t use them for long, or you’ll start to fade, and lose your glory piece by piece, and that’s scary to say the least, but you can’t do anything about it, sometimes it just happens… you know?... not that I’m complaining or anything, no, certainly I feel that some things are missing right now, but if you get disappointed you only make things worse… you know? …and then the situation seems permanent, but it really isn’t, and that scares the crap out of you …so no, I’m hanging on the smiling thing… not a big smile though… cause I think I’ll keep that one for a more appropriate occasion… but I’ll keep all those things in mind as well, cause, you know... things may be great… yet… well… sometimes… it’s a little… lonely... You know…?